- φωτοαντίσταση
- η, Νφυσ. α) αγωγός τού ηλεκτρικού ρεύματος, τού οποίου η αντίσταση μεταβάλλεται με τον φωτισμό, δηλαδή παρουσιάζει την ιδιότητα τής φωταγωγιμότηταςβ) το ίδιο το φαινόμενο που παρουσιάζει ένας τέτοιος αγωγός.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photoresistance < photo- (< φωτ[ο]-*) + resistance «αντίσταση»].
Dictionary of Greek. 2013.